προβοκάτσια

προβοκάτσια
η, Ν
η πράξη τού προβοκάτορα, η πρόκληση («ο εμπρησμός τού Πολυτεχνείου ήταν προβοκάτσια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. provocatio «πρόκληση»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προβοκάτσια — η πρόκληση, σκόπιμη ενέργεια που γίνεται για να προκληθούν προβλήματα και να υπάρξουν ορισμένες αντιδράσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”